- εκτοπιστικός
- -ή, -ό1. που αναφέρεται στον εκτοπισμό (βλ. λ.): Εκτοπιστικές διαταγές.2. που έχει τη συνήθεια να αλλάζει τόπο διαμονής, αποδημητικός, διαβατάρικος: Εκτοπιστικά πτηνά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.