εκτοπιστικός

εκτοπιστικός
-ή, -ό
1. που αναφέρεται στον εκτοπισμό (βλ. λ.): Εκτοπιστικές διαταγές.
2. που έχει τη συνήθεια να αλλάζει τόπο διαμονής, αποδημητικός, διαβατάρικος: Εκτοπιστικά πτηνά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκτοπιστικός — ή, όν (Α ἐκτοπιστικός, ή, όν) 1. αυτός που αναφέρεται στον εκτοπισμό 2. αυτός που έχει τη συνήθεια να αλλάζει τόπο διαμονής, αποδημητικός, μεταναστευτικός, διαβατικός, διαβατάρικος …   Dictionary of Greek

  • ἐκτοπιστικά — ἐκτοπιστικός migratory neut nom/voc/acc pl ἐκτοπιστικά̱ , ἐκτοπιστικός migratory fem nom/voc/acc dual ἐκτοπιστικά̱ , ἐκτοπιστικός migratory fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτοπιστικόν — ἐκτοπιστικός migratory masc acc sg ἐκτοπιστικός migratory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”